οζονογόνος

οζονογόνος
και οζοντογόνος, -α, -ο
αυτός που χρησιμοποιείται για την παρασκευή όζοντος («οζονογόνος συσκευή»).

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужна курсовая?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”